- διολισθαίνω
- διολισθάνωslip throughpres subj act 1st sgδιολισθάνωslip throughpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διολισθαίνω — διολισθαίνω, διολίσθησα βλ. πίν. 50 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διολισθαίνω — (AM διολισθαίνω Α και διολισθάνω) [ολισθαίνω] 1. γλιστρώ ανάμεσα και φεύγω, ξεγλιστρώ 2. (για πλοίο) πλέω ελαφρά και γρήγορα 3. γλιστρώ και πέφτω νεοελλ. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω αρχ. φρ. «διολισθαίνω τὴν γλῶτταν» (για μεθυσμένους) τραυλίζω … Dictionary of Greek
διολίσθηση — η 1. γλίστρημα 2. διαφυγή 3. φρ. «διολίσθηση δραχμής, μάρκου, κ.λπ.» βαθμιαία, κατ΄ αντίθεση προς την άμεση, υποτίμηση τής αξίας τής δραχμής κ.λπ. έναντι άλλων νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διολισθαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα… … Dictionary of Greek
ξεγλιστρώ — και άω (Μ ξεγλιστρῶ και ἐξεγγλιστρῶ και ἐξεγλιστρῶ) 1. διολισθαίνω, γλιστρώ 2. κατορθώνω να διαφύγω ή να απαλλαγώ από δυσχερή ή δυσάρεστη κατάσταση, ξεφεύγω από κάποιον ή από κάτι, υπεκφεύγω («ό,τι και να τού πω πάντα κατορθώνει να ξεγλιστρά»).… … Dictionary of Greek
παρολισθάνω — και παρολισθαίνω Α 1. ολισθαίνω, γλιστρώ στα πλάγια 2. διολισθαίνω κάπου, μπαίνω κάπου κρυφά ή τυχαία, εισδύω κρυφά, τρυπώνω 3. σφάλλω, κάνω σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀλισθαίνω / άνω «γλυστρώ»] … Dictionary of Greek
περιπλέω — ΝΑ, ιων. τ. περιπλώω Α 1. πλέω γύρω από κάτι 2. ταξιδεύω με πλοίο αρχ. 1. (για νησί) επιπλέω 2. παθ. περιπλέομαι περιτυλίσσομαι 3. μτφ. α) (για κεφαλαλγία) είμαι διαλείπων β) διολισθαίνω προς τα εδώ και προς τα εκεί … Dictionary of Greek